- ἄγκιστρον
- ἄγκιστρον, ου, τό (Hom. et al.; LXX, e.g. Is 19:8) fishhookⓐ lit. βάλλειν ἄ. εἰς θάλασσαν Mt 17:27.ⓑ fig. (Polyaenus, Exc. 1 p. 431, 10 χρυσοῖς ἀγκίστροις [to fish] w. golden fishhooks) ἐμπεσεῖν εἰς τὰ ἄ. τῆς κενοδοξίας be caught on the fishhooks of error IMg 11.—B. 897; 899. DELG s.v. ἀγκ-.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.